- τροχαστικός
- τροχ-αστικός, ή, όν, later Greek for [dialect] Att. θρεκτικός (Moer.p.187 P.), ἡ τ. ἕξις orA
δύναμις Arr.Epict.2.18.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις Arr.Epict.2.18.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχαστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαστικός — ή, ό / τροχαστικός, ή, όν, ΜΑ [τροχάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχύ βηματισμό … Dictionary of Greek
τροχαστικόν — τροχαστικός masc acc sg τροχαστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαστική — τροχαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)